- στιβαρώ
- (I)-έω, Μ [στιβαρός]ανθίσταμαι με σθένος.————————(II)-όω, Μ [στιβαρός]καθιστώ κάτι στιβαρό, ενδυναμώνω, ενισχύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιβαρῷ — στιβαρός strong masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)